Сдерживать στα ελληνικά
Μετάφραση: сдерживать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριοπαθής, δεσπόζω, περιέχω, παρεμποδίζω, αναχαιτίζω, μέτριος, οργή, εξακολουθώ, κρατώ, σκληραίνω, κράσπεδο, καταστέλλω, φρονηματίζω, επωδός, πνίγω, χαλιναγωγώ, συγκρατήσει, συγκράτηση, περιορίσει, περιορίζουν, αναχαιτίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алкалоид στα ελληνικά - αλκαλοειδές, αλκαλοειδούς, αλκαλοειδών, αλκαλοειδή, αλκαλοειδές που
- баланс στα ελληνικά - ισορροπία, πλάστιγγα, ζυγαριά, ισοζύγιο, υπόλοιπο, ισορροπίας, ισοζυγίου
- грустный στα ελληνικά - κατήφεια, ζοφερός, συγγνώμη, αξιοθρήνητος, περίλυπος, ελεγειακός, πένθιμος, ...
- доктринер στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικό, δογματικοί, δογματικούς
Τυχαίες λέξεις
Сдерживать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριοπαθής, δεσπόζω, περιέχω, παρεμποδίζω, αναχαιτίζω, μέτριος, οργή, εξακολουθώ, κρατώ, σκληραίνω, κράσπεδο, καταστέλλω, φρονηματίζω, επωδός, πνίγω, χαλιναγωγώ, συγκρατήσει, συγκράτηση, περιορίσει, περιορίζουν, αναχαιτίζουν
Μεταφράσεις: μετριοπαθής, δεσπόζω, περιέχω, παρεμποδίζω, αναχαιτίζω, μέτριος, οργή, εξακολουθώ, κρατώ, σκληραίνω, κράσπεδο, καταστέλλω, φρονηματίζω, επωδός, πνίγω, χαλιναγωγώ, συγκρατήσει, συγκράτηση, περιορίσει, περιορίζουν, αναχαιτίζουν