Себялюбивый στα ελληνικά

Μετάφραση: себялюбивый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγωιστής, ιδιοτελής, αυτο, εαυτό, αυτό, δυνατότητα, self
Себялюбивый στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бороновать στα ελληνικά - σβάρνα, Harrow, σβάρνας, επιπεδωτήρα, επιπεδωτήρας
  • выпукло-вогнутый στα ελληνικά - κυρτο, κυρτού, σχήμα κυρτού
  • добытчик στα ελληνικά - κτήτορας, getter
  • жалящий στα ελληνικά - παραδόπιστος, δηκτικός, τσούξιμο, τσιμπήματος, τσίμπημα, το τσίμπημα
Τυχαίες λέξεις
Себялюбивый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγωιστής, ιδιοτελής, αυτο, εαυτό, αυτό, δυνατότητα, self