Сектор στα ελληνικά
Μετάφραση: сектор, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μεραρχία, διχασμός, κλαδί, διαίρεση, κλάδος, υποκατάστημα, τομέας, τομέα, τομέα της, τομέα των, τομέα του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абсолютно στα ελληνικά - απολύτως, απόκρημνος, τέλεια, τελείως, καθαρός, απότομος, απόλυτα, ...
- вдыхать στα ελληνικά - εμπνέω, εισπνέω, αναπνέω, αναπνέετε, αναπνέει, αναπνέουν, αναπνεύσει
- возмужалость στα ελληνικά - ωριμότητα, ανδρισμός, ανδρική ηλικία, ανδρισμό, ανδρισμού, τον ανδρισμό
- голубянка στα ελληνικά - Lycaenidae
Τυχαίες λέξεις
Сектор στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μεραρχία, διχασμός, κλαδί, διαίρεση, κλάδος, υποκατάστημα, τομέας, τομέα, τομέα της, τομέα των, τομέα του
Μεταφράσεις: μεραρχία, διχασμός, κλαδί, διαίρεση, κλάδος, υποκατάστημα, τομέας, τομέα, τομέα της, τομέα των, τομέα του