Скамейка στα ελληνικά
Μετάφραση: скамейка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρα, πάγκος, έδρανο, παγκάκι, πάγκο, πάγκου, κλίνη
Μεταφράσεις
- высокопарность στα ελληνικά - μεγαλορρημοσύνη, μεγαλορρήμονας, πομπώδης, μεγαλοστομία, στόμφο
- горьковато-сладкий στα ελληνικά - γλυκόπικρος, γλυκόπικρη, γλυκόπικρο, γλυκόπικρες, γλυκόπικρα
- гуманность στα ελληνικά - ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
- деформироваться στα ελληνικά - σχήμα, διαμορφώνω, διογκώνω, μορφώνω, αρμόζω, γίνομαι, σχηματίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Скамейка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρα, πάγκος, έδρανο, παγκάκι, πάγκο, πάγκου, κλίνη
Μεταφράσεις: έδρα, πάγκος, έδρανο, παγκάκι, πάγκο, πάγκου, κλίνη