Скапливать στα ελληνικά

Μετάφραση: скапливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαζεύομαι, διασώζω, περισυλλέγω, συσσωρεύω, αποταμιεύω, αποκρούω, μαζεύω, εκτός, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
Скапливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ангола στα ελληνικά - Αγκόλα, Ανγκόλα, Αγκόλας, την Αγκόλα, της Αγκόλας
  • атакующий στα ελληνικά - επιτίθεμαι, επίθεση, βιαιοπραγία, επιτίθενται, επιτεθεί, επιτίθεται, να επιτεθεί
  • выгрузить στα ελληνικά - αδειάζω, ξεφορτώνω, ξεφορτώσουν, ξεφορτώνουν, ξεφορτώσει, εκφορτώσει, την εκφόρτωση
  • гражданка στα ελληνικά - πολίτης, πολίτη, πολιτών, πολίτες, πολίτη της
Τυχαίες λέξεις
Скапливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαζεύομαι, διασώζω, περισυλλέγω, συσσωρεύω, αποταμιεύω, αποκρούω, μαζεύω, εκτός, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί