Сквайр στα ελληνικά
Μετάφραση: сквайр, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιπποκόμος, τσιφλικάς, άρχων, Squire, ακόλουθος ιππότη, συνοδός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бесспорно στα ελληνικά - αναμφισβήτητα, αναμφίβολος, αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία, ασφαλώς, αμφιβολία
- вряд στα ελληνικά - απίθανος, απίθανο, πιθανό, απίθανη, μάλλον απίθανο
- дерзание στα ελληνικά - θάρρος, τόλμημα, γενναιότητα, τόλμη, τολμηρή, τολμηρό, τολμηρές, ...
- другой στα ελληνικά - διαφορετικός, καινούριος, δεύτερον, νέος, δεύτερος, δευτερόλεπτο, άλλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Сквайр στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιπποκόμος, τσιφλικάς, άρχων, Squire, ακόλουθος ιππότη, συνοδός
Μεταφράσεις: ιπποκόμος, τσιφλικάς, άρχων, Squire, ακόλουθος ιππότη, συνοδός