Скелет στα ελληνικά
Μετάφραση: скелет, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σώμα, διάρθρωση, σκελετός, πλαισιώνω, δομή, πλαισίωση, πλαίσιο, σκελετό, σκελετού, του σκελετού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акцентирует στα ελληνικά - τονίζει, υπογραμμίζει, δίνει έμφαση, επισημαίνει, έμφαση
- выносящий στα ελληνικά - απαγωγές, φυγόκεντρων, απαγωγός, efferent, φυγόκεντρα
- головизна στα ελληνικά - golovizna
- диктат στα ελληνικά - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύσεις, διαταγή που έδωσε, τελεσίγραφο
Τυχαίες λέξεις
Скелет στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σώμα, διάρθρωση, σκελετός, πλαισιώνω, δομή, πλαισίωση, πλαίσιο, σκελετό, σκελετού, του σκελετού
Μεταφράσεις: σώμα, διάρθρωση, σκελετός, πλαισιώνω, δομή, πλαισίωση, πλαίσιο, σκελετό, σκελετού, του σκελετού