Скушать στα ελληνικά
Μετάφραση: скушать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρώω, άνω, καταβροχθίζω, πάνω, έχω, έχε, τρώνε, τρώνε μέχρι, φάει έως, φάει μέχρι, φάει επάνω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- блистательный στα ελληνικά - καταπληκτικός, εξαίσιος, έξοχος, στιλπνός, έξοχα, λαμπερός, γυαλιστερός, ...
- веление στα ελληνικά - υπαγορεύω, υπαγόρευση, υπαγορεύουν, υπαγορεύει, υπαγορεύσει, επιβάλλουν
- весло στα ελληνικά - κουπί, πτερύγιο, αναδευτήρα, με πτερύγια, κουτάλας
- выплакать στα ελληνικά - καταπραΰνω, ανακουφίζω, κλαίνε, κλαίω, κλαις, κλάψουν, κλαίτε
Τυχαίες λέξεις
Скушать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρώω, άνω, καταβροχθίζω, πάνω, έχω, έχε, τρώνε, τρώνε μέχρι, φάει έως, φάει μέχρι, φάει επάνω
Μεταφράσεις: τρώω, άνω, καταβροχθίζω, πάνω, έχω, έχε, τρώνε, τρώνε μέχρι, φάει έως, φάει μέχρι, φάει επάνω