Следовать στα ελληνικά
Μετάφραση: следовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παγανίζω, προκύπτω, πετυχαίνω, άνοιξη, ακολουθώ, ροή, ασκώ, καθοδηγώ, ρέω, επιδιώκω, αναπηδώ, επακολουθώ, εκτινάσσομαι, επιτυγχάνω, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- африканка στα ελληνικά - αφρικανικός, Αφρικής, Αφρικανική, Αφρικανικής, της Αφρικής
- божий στα ελληνικά - θεϊκός, θεσπέσιος, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
- всенародный στα ελληνικά - εθνικός, σε εθνικό επίπεδο, εθνικό επίπεδο, σε εθνικό, πανελλαδικά, εθνικό
- диалект στα ελληνικά - τόνος, διάλεκτος, διάλεκτο, διαλέκτου, ιδίωμα, τη διάλεκτο
Τυχαίες λέξεις
Следовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παγανίζω, προκύπτω, πετυχαίνω, άνοιξη, ακολουθώ, ροή, ασκώ, καθοδηγώ, ρέω, επιδιώκω, αναπηδώ, επακολουθώ, εκτινάσσομαι, επιτυγχάνω, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
Μεταφράσεις: παγανίζω, προκύπτω, πετυχαίνω, άνοιξη, ακολουθώ, ροή, ασκώ, καθοδηγώ, ρέω, επιδιώκω, αναπηδώ, επακολουθώ, εκτινάσσομαι, επιτυγχάνω, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε