Λέξη: διαλύω

Σχετικές λέξεις: διαλύω

διαλύω προστακτική, διαλύω συνώνυμα, συνωνυμο αναλύω, διανύω αόριστος

Συνώνυμα: διαλύω

αραιώνω, αραιώ, απολύω, διασκορπίζω, αποστρατεύομαι, κατεβαίνω, αφιπεύω, ρίχνω από άλογο, αφαιρώ, αφαιρώ από την βάση, δυαλύω, διαλύομαι, ισχναίνω, μαραίνω, λυώνω, μουσκεύω, σπαταλώ, διώχνω, εκκαθαρίζω, εξοφλώ, πάω κατά μέρος

Μεταφράσεις: διαλύω

διαλύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dissolve, disassemble, macerate, disband, dismount, dissipate

διαλύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disolver, macerar, maceración, macerando, macera, macere

διαλύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
scheiden, aufweichen, einweichen, mazerieren, Mazerat, aufzuweichen

διαλύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dénouer, analyser, liquéfier, dissolvez, dissolvons, délier, résoudre, détacher, déboulonner, dissoudre, dissolvent, dégeler, démonter, décomposer, fondre, macérer, macération, laisser macérer, faire macérer, macération de

διαλύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sciogliersi, decomporre, scomporre, macerare, macerazione, in macerazione, macerato, macerate

διαλύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dissolva, desmontar, desarrumar, dissipação, dissolver, macerar, macerado, macerate, macere, maceram

διαλύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oplossen, kastijden, macereren, maceraat, verweken, moedermaceraat

διαλύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наплыв, распускать, демонтировать, разобрать, раствориться, расторгать, растворять, растворяться, аннулировать, разбирать, разжижать, растворить, таять, вымачивать, вымочить, размачивать, мацерации

διαλύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
demontere, oppløse, oppbløtes, macerate, ninger oppbløtes, klo-

διαλύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blöta, blöta upp, lossna, macerera, upplösta

διαλύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
purkaa, liueta, hajaantua, sulaa, liottaa, liota, macerate, jauhavat

διαλύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
opløse, opblødes, macerere, udblødte

διαλύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozpouštět, rozvázat, rozebrat, rozmontovat, odmontovat, rozpustit, demontovat, roztavit, zničit, rozložit, vyluštit, zrušit, rozřešit, máčet, macerovat, macerovat po, mořit

διαλύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozbierać, rozpuszczać, demontować, rozmontować, rozwiązać, rozmontowywać, rozkładać, zrywać, dezasemblować, rozwiązywać, macerować, przemacerować, wymacerować, umartwiać, maceracja

διαλύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
átúszás, elámaszt, áztat, lesoványít, szétoszlassuk, ázni

διαλύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ıslatarak yumuşatmak, macerate, sıvıyla yumuşatılması, yumuşatıp

διαλύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розчиняти, наплив, анулювати, розчинитися, розібрати, вимочувати, вимочити, вимочували

διαλύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tres, shkrij, njom, tret, zbus

διαλύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изтерзавам, изтощавам се, омекчавам, отслабвам много, накисвам

διαλύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вымочваць

διαλύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lahustama, leotatakse, leotatud

διαλύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raspustiti, rastaviti, rastopiti, razvrgnuti, namočiti, omršaviti, smekšati

διαλύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
macerate

διαλύω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
solvo

διαλύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tirpdyti, Wymacerować, Atmiekšķēt, Izmocīt, Przemacerować, Macerować

διαλύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atkausēt, atkust, izmocīt, novārdzināt, atmiekšķēt, izmērcēt

διαλύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
macerate

διαλύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
macera, macerat, la macerat, maceratul, macerare

διαλύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
macerat, macerata, se macerat

διαλύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
máčať, namáčať, mačeta, namočiť
Τυχαίες λέξεις