Слезать στα ελληνικά
Μετάφραση: слезать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαρφαλώνω, πεζεύω, παίρνω, αποκτώ, έρχομαι, ανεβαίνω, κατεβαίνω, κατεβείτε, να κατεβείτε, κατεβείτε από, κατεβαίνετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акушерский στα ελληνικά - μαιευτικός, μαιευτικοί, μαιευτική, μαιευτικές, μαιευτικών
- англиканство στα ελληνικά - Αγγλικανισμό, Αγγλικανισμού, Anglicanism, Αγγλικανισμός, ο Αγγλικανισμός
- вынашивать στα ελληνικά - τσούρμο, μελαγχολώ, φέρουν, να φέρουν, φέρει, να φέρει, φέρει τα
- желчность στα ελληνικά - ίκτερο, χολή, δριμύτητα, ίκτερος, πικρία, οξύτητα, την πικρία, ...
Τυχαίες λέξεις
Слезать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, πεζεύω, παίρνω, αποκτώ, έρχομαι, ανεβαίνω, κατεβαίνω, κατεβείτε, να κατεβείτε, κατεβείτε από, κατεβαίνετε
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, πεζεύω, παίρνω, αποκτώ, έρχομαι, ανεβαίνω, κατεβαίνω, κατεβείτε, να κατεβείτε, κατεβείτε από, κατεβαίνετε