Сливать στα ελληνικά

Μετάφραση: сливать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίγμα, ανακατώνω, φυτίλι, ανακατεύω, αναμιγνύω, χιμώ, συγχωνεύομαι, φιτίλι, ρίχνω, βάζω, συγχωνεύω, συγχώνευση, συγχωνεύσει, συγχωνευθούν, συγχωνεύσετε, συγχωνεύονται
Сливать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аконит στα ελληνικά - ακονίτο, aconite, ακόνιτο
  • венчальный στα ελληνικά - γάμος, γάμο, γάμου, του γάμου, γαμήλια
  • выполнимый στα ελληνικά - εφικτός, εφικτό, εφικτή, είναι εφικτό, εφικτές
  • живет στα ελληνικά - ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, τις ζωές
Τυχαίες λέξεις
Сливать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίγμα, ανακατώνω, φυτίλι, ανακατεύω, αναμιγνύω, χιμώ, συγχωνεύομαι, φιτίλι, ρίχνω, βάζω, συγχωνεύω, συγχώνευση, συγχωνεύσει, συγχωνευθούν, συγχωνεύσετε, συγχωνεύονται