Смирить στα ελληνικά
Μετάφραση: смирить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, ανακόπτω, καρέ, αναχαιτίζω, υποτάσσω, ταπεινός, ταπεινή, ταπεινό, την ταπεινή, ταπεινοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адекватность στα ελληνικά - επάρκεια, συμφωνία, αλληλογραφία, συγκατάθεση, συμμόρφωση, επάρκειας, καταλληλότητα, ...
- бичевать στα ελληνικά - επιπλήττω, μαστίζω, νικώ, μαστιγώνω, τιμωρώ, πληγή, μάστιγα, ...
- диорама στα ελληνικά - diorama, διόραμα, διόραμά, διοράματος, το διόραμά
- догадливый στα ελληνικά - καπάτσος, πανέξυπνος, τετραπέρατος, έξυπνος, έχων ετοιμότητα πνεύματος, το έξυπνο
Τυχαίες λέξεις
Смирить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, ανακόπτω, καρέ, αναχαιτίζω, υποτάσσω, ταπεινός, ταπεινή, ταπεινό, την ταπεινή, ταπεινοί
Μεταφράσεις: σταματώ, ανακόπτω, καρέ, αναχαιτίζω, υποτάσσω, ταπεινός, ταπεινή, ταπεινό, την ταπεινή, ταπεινοί