Πειστικός στα αγγλικά
Μετάφραση: πειστικός, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conclusive, convincing, persuasive, cogent, suasive
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: πειστικός
sleek
- λείος
- γλυκομίλητος
- πειστικός
- μελιστάλαχτος
- στιλπνός
- πειστικός
- αδιάσειστος
- ακαταμάχητος
- πειστικός
- ισυρός
- βίαιος
- πειστικός
- τελειωτικός
- αδιαμφισβήτητος
- πειστικός
- πειστικός
- πειστικός
- παρακινητικός
Σχετικές λέξεις: πειστικός
πειστικός λόγος κούτρας, πειστικός συνώνυμα, πειστικός λόγος σαββάλας, πειστικός λόγος 1, πειστικός λόγος τεύχος α, πειστικός λεξικό γλώσσας αγγλικά, πειστικός στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- πεισμωμένος στα αγγλικά - obstinate, peismomenos
- πειστήριο στα αγγλικά - proof, exhibit, testimony, evidentiary item
- πελάτης στα αγγλικά - client, customer, guest, a guest, a guest at
- πελέκι στα αγγλικά - axe, chipper, ax, spearheads, spearheads made
Τυχαίες λέξεις
Πειστικός στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: conclusive, convincing, persuasive, cogent, suasive
Μεταφράσεις: conclusive, convincing, persuasive, cogent, suasive