Смущать στα ελληνικά
Μετάφραση: смущать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρενοχλώ, διασπώ, συναγερμός, ανατρέπω, αποσπώ, ενοχλώ, υπονομεύω, τρομάζω, πτοώ, εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апология στα ελληνικά - απολογία, εκθειασμό, εκθειασμός, απολογίας, δικαιόλογηση
- арка στα ελληνικά - αψίδα, τόξο, καμάρα, τόξου, καμάρας
- ваяет στα ελληνικά - σμιλεύει
- декоративный στα ελληνικά - διακοσμητικός, Διακοσμητικά, διακοσμητικό, διακοσμητικές, διακοσμητική
Τυχαίες λέξεις
Смущать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, διασπώ, συναγερμός, ανατρέπω, αποσπώ, ενοχλώ, υπονομεύω, τρομάζω, πτοώ, εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση
Μεταφράσεις: παρενοχλώ, διασπώ, συναγερμός, ανατρέπω, αποσπώ, ενοχλώ, υπονομεύω, τρομάζω, πτοώ, εμποδίζω, στενοχωρώ, φέρουν σε δύσκολη θέση, φέρω σε δύσκολη θέση, έφερναν σε δύσκολη θέση