Смывать στα ελληνικά
Μετάφραση: смывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασπρίζω, χτενίζω, τρίβω, κοκκινίζω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Μεταφράσεις
- ароматный στα ελληνικά - γλυκός, αποπνέων, ευώδης, αρωματικός, ευωδιαστός, αρωματικά, αρωματική, ...
- вдесятеро στα ελληνικά - δεκαπλάσιος, δέκα φορές, δεκαπλάσια, δεκαπλάσιο, κατά δέκα φορές
- вожделение στα ελληνικά - λαχτάρα, απορρόφηση, πόθος, βλέψη, καημός, επιθυμία, φιλοδοξία, ...
- душегуб στα ελληνικά - φόνος, σκοτώνω, δολοφόνος, δολοφόνο, δολοφόνου, φονιάς, φονιά
Τυχαίες λέξεις
Смывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασπρίζω, χτενίζω, τρίβω, κοκκινίζω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Μεταφράσεις: ασπρίζω, χτενίζω, τρίβω, κοκκινίζω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος