Смыкание στα ελληνικά
Μετάφραση: смыкание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, λήξης, προθεσμίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- администраторский στα ελληνικά - το admin, διαχειριστή, διαχειριστής
- безлюдье στα ελληνικά - σπανιότητα, έλλειψη, μοναξιά, μοναξιάς, απομόνωση, τη μοναξιά, η μοναξιά
- выпачкать στα ελληνικά - παίρνω, λερωμένος, αποκτώ, μαγαρίζω, βρώμικος, λεκές, κηλίδα, ...
- дезорганизация στα ελληνικά - κατάρρευση, αποδιοργάνωση, αποδιοργάνωσης, την αποδιοργάνωση, η αποδιοργάνωση, ανοργανωσιά
Τυχαίες λέξεις
Смыкание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, λήξης, προθεσμίας
Μεταφράσεις: κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, λήξης, προθεσμίας