Снижающий στα ελληνικά

Μετάφραση: снижающий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμέρισμα, επίπεδος, αναγωγικός, μείωση, τη μείωση, μειώνοντας, μείωση των
Снижающий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ботфорт στα ελληνικά - ψηλή μπότα, υψηλό υπόδημα
  • детерминированный στα ελληνικά - καθορισμένος, ορισμένος, συγκεκριμένος, καθορισμένη, προσδιορισμένο
  • доркинг στα ελληνικά - Ντόρκινγκ, Dorking, του Dorking
  • достижимость στα ελληνικά - Εφικτές
Τυχαίες λέξεις
Снижающий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμέρισμα, επίπεδος, αναγωγικός, μείωση, τη μείωση, μειώνοντας, μείωση των