Собирать στα ελληνικά
Μετάφραση: собирать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συναθροίζω, πράμα, συλλέγω, συσσωμάτωμα, καλώ, κασμάς, τοποθετώ, εγκαθιστώ, μεταγλωττίζω, συγκαλώ, παίρνω, μαζεύω, εγκαθιδρύω, περισυλλέγω, μαζεύομαι, συναρμολογώ, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бустер στα ελληνικά - αναμνηστική, αναμνηστικό, ενισχυτική, αναμνηστικής, ενισχυτικό
- взрываться στα ελληνικά - εκρήγνυμαι, μύγα, πετώ, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, ...
- гармонический στα ελληνικά - αρμονικός, αρμονική, αρμονικών, αρμονικές, αρμονικής
- девичий στα ελληνικά - έφηβος, εφηβικός, κόρη, παρθενικός, παρθενική, παρθενικό, την παρθενική
Τυχαίες λέξεις
Собирать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συναθροίζω, πράμα, συλλέγω, συσσωμάτωμα, καλώ, κασμάς, τοποθετώ, εγκαθιστώ, μεταγλωττίζω, συγκαλώ, παίρνω, μαζεύω, εγκαθιδρύω, περισυλλέγω, μαζεύομαι, συναρμολογώ, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
Μεταφράσεις: συναθροίζω, πράμα, συλλέγω, συσσωμάτωμα, καλώ, κασμάς, τοποθετώ, εγκαθιστώ, μεταγλωττίζω, συγκαλώ, παίρνω, μαζεύω, εγκαθιδρύω, περισυλλέγω, μαζεύομαι, συναρμολογώ, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή