Соборовать στα ελληνικά
Μετάφραση: соборовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορηγώ, απονέμω, διοικώ, εφαρμόζω, χρίσμα, μύρο, το χρίσμα, ευχέλαιο, χρίσματος
Μεταφράσεις
- автоматизироваться στα ελληνικά - αυτοματοποιώ, να αυτοματοποιηθεί, να είναι αυτοματοποιημένη, να αυτοματοποιηθούν, είναι αυτοματοποιημένη, αυτοματοποίηση
- блестяще στα ελληνικά - έξοχα, λαμπρά, άψογα, εξαιρετικά, έξυπνα
- боеспособный στα ελληνικά - αποδοτικός, αποτελεσματικός, battleworthy
- драхма στα ελληνικά - δραχμή, δραχμής, δραχμών, δραχμές, της δραχμής
Τυχαίες λέξεις
Соборовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορηγώ, απονέμω, διοικώ, εφαρμόζω, χρίσμα, μύρο, το χρίσμα, ευχέλαιο, χρίσματος
Μεταφράσεις: χορηγώ, απονέμω, διοικώ, εφαρμόζω, χρίσμα, μύρο, το χρίσμα, ευχέλαιο, χρίσματος