Собственный στα ελληνικά
Μετάφραση: собственный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρέπων, καθωσπρέπει, ευπρεπής, προσωπικός, της], κατέχω, σωστός, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анапест στα ελληνικά - anapaest
- ввести στα ελληνικά - εργαλείο, όργανο, επιβάλλω, θεσπίζω, εισάγω, συστήνω, υλοποιώ, ...
- выполнить στα ελληνικά - άφεση, πραγματοποιώ, εκπληρώνω, εργαλείο, εκροή, απολύω, υλοποιώ, ...
- громкоголосый στα ελληνικά - κραυγαλέος, ηχηρή, κραυγαλέα, θορυβώδη, θορυβώδους
Τυχαίες λέξεις
Собственный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρέπων, καθωσπρέπει, ευπρεπής, προσωπικός, της], κατέχω, σωστός, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Μεταφράσεις: πρέπων, καθωσπρέπει, ευπρεπής, προσωπικός, της], κατέχω, σωστός, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική