Советовать στα ελληνικά
Μετάφραση: советовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανατρέχω, συμβουλεύομαι, συνιστώ, συμβουλεύω, προτείνω, παραινώ, νουθετώ, συστήνω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- авария στα ελληνικά - ρήξη, ζημιά, πάταγος, βλάπτω, ατύχημα, προσκρούω, θύμα, ...
- буек στα ελληνικά - σημαδούρα, σημαντήρα, πλωτήρα, σημαντήρας, Πλωτήρας
- возражающий στα ελληνικά - αντιρρησίας, αντιρρησία, του αντιρρησία, ενισταμένου, ενιστάμενος
- выписывать στα ελληνικά - φτιάχνω, κάνω, εκχύλισμα, τραβώ, εξαναγκάζω, αποσπώ, ζωγραφίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Советовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανατρέχω, συμβουλεύομαι, συνιστώ, συμβουλεύω, προτείνω, παραινώ, νουθετώ, συστήνω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
Μεταφράσεις: ανατρέχω, συμβουλεύομαι, συνιστώ, συμβουλεύω, προτείνω, παραινώ, νουθετώ, συστήνω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε