Совместный στα ελληνικά
Μετάφραση: совместный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συλλογικός, αμοιβαίος, συνεταιρισμός, συνηθισμένος, άρθρωση, γόμφος, κοινός, ποδιά, γενικός, συνέταιρος, συσχετίζω, συνεργάσιμος, κοψίδι, συνολικός, συμβατός, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- айова στα ελληνικά - Αϊόβα, Iowa, της Αϊόβα, Αιόβα, του Iowa
- бурун στα ελληνικά - μπικουτί, διακόπτης, διακόπτη, διακόπτη προστασίας, προστασίας αγωγών, σπάσιμο
- глупыш στα ελληνικά - χαζός, Fulmar, ΡιιΙγπ
- жилец στα ελληνικά - νοικάρης, κάτοικος, κολίγας, ένοικος, πολίτης, κάτοχος, μόνιμος, ...
Τυχαίες λέξεις
Совместный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συλλογικός, αμοιβαίος, συνεταιρισμός, συνηθισμένος, άρθρωση, γόμφος, κοινός, ποδιά, γενικός, συνέταιρος, συσχετίζω, συνεργάσιμος, κοψίδι, συνολικός, συμβατός, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών
Μεταφράσεις: συλλογικός, αμοιβαίος, συνεταιρισμός, συνηθισμένος, άρθρωση, γόμφος, κοινός, ποδιά, γενικός, συνέταιρος, συσχετίζω, συνεργάσιμος, κοψίδι, συνολικός, συμβατός, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών