Αμοιβαίος στα ρωσικά
Μετάφραση: αμοιβαίος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
совместный, обоюдный, взаимный, общий, взаимное, взаимная, взаимной, взаимного
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμοιβαίος
αμοιβαίος αποκλεισμός, αμοιβαίος συνωνυμα, αμοιβαίος συνώνυμο, αμοιβαίος λεξικό γλώσσας ρωσικά, αμοιβαίος στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- αμοιβάδα στα ρωσικά - амеба, амёба, амебы, амёбы, амебу
- αμοιβή στα ρωσικά - сбор, жалованье, окупать, вознаградить, взнос, выгода, поощрение, ...
- αμπάρι στα ρωσικά - вместить, придерживать, захват, откладывать, медлить, ушко, удерживать, ...
- αμπέλι στα ρωσικά - виноградник, Vineyard, виноградника, виноградников, виноградники
Τυχαίες λέξεις
Αμοιβαίος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: совместный, обоюдный, взаимный, общий, взаимное, взаимная, взаимной, взаимного
Μεταφράσεις: совместный, обоюдный, взаимный, общий, взаимное, взаимная, взаимной, взаимного