Συνεταιρισμός στα ρωσικά

Μετάφραση: συνεταιρισμός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
совместный, общий, кооператив, объединенный, кооперативный, партнерство, партнерства, сотрудничество, партнерстве, партнерские
Συνεταιρισμός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεταιρισμός

συνεταιρισμός υδραυλικών λάρισας, συνεταιρισμός υδραυλικών βόλου, συνεταιρισμός ζωγράφου, συνεταιρισμός νομική μορφή, συνεταιρισμός γυναικών, συνεταιρισμός λεξικό γλώσσας ρωσικά, συνεταιρισμός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • συνεσταλμένος στα ρωσικά - оробелый, стеснительный, нерешительный, застенчивый, пугаться, пугливый, конфузливый, ...
  • συνετά στα ρωσικά - мудрено, умно, мудро, разумно, умом, с умом, благоразумно
  • συνετό στα ρωσικά - уместный, рекомендуемый, разумный, желательный, целесообразный, благоразумный, мудрый, ...
  • συνετός στα ρωσικά - умный, разумный, желательный, замысловатый, рекомендуемый, расчетливый, глубокомысленный, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεταιρισμός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: совместный, общий, кооператив, объединенный, кооперативный, партнерство, партнерства, сотрудничество, партнерстве, партнерские