Соединенный στα ελληνικά
Μετάφραση: соединенный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άρθρωση, κοινός, κοψίδι, γόμφος, συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί
Μεταφράσεις
- безвоздушный στα ελληνικά - χωρίς αέρα, airless, άνευ αέρα, ανάερο, πιστόλι
- выстраивать στα ελληνικά - χτίζω, επενδύω, κορμοστασιά, γραμμή, παρατάσσω, μπόι, ανάστημα, ...
- единообразный στα ελληνικά - επίπεδος, διαμέρισμα, στολή, ίδιος, ομοιόμορφος, ενιαίος, ολόιδιος, ...
- завертывать στα ελληνικά - τυλίγω, διπλώνω, πτυχή, πλαταγίζω, εμπλέκομαι, γύρος, μπλέκω, ...
Τυχαίες λέξεις
Соединенный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άρθρωση, κοινός, κοψίδι, γόμφος, συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί
Μεταφράσεις: άρθρωση, κοινός, κοψίδι, γόμφος, συνδεδεμένος, συνδέεται, συνδέονται, συνδεδεμένο, συνδεθεί