Соединяться στα ελληνικά

Μετάφραση: соединяться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναμιγνύω, θρέφω, ενοποιώ, πλέκω, συνενώνω, ενσωματώνω, ανακατώνω, ζεύω, μίγμα, ζαρώνω, ανακατεύω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί
Соединяться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взывать στα ελληνικά - τραβώ, έφεση, επικαλούμαι, έκκληση, προσφυγής, αναιρέσεως, προσφυγή
  • вспучиться στα ελληνικά - vspuchilis
  • гранд στα ελληνικά - μεγιστάνας, άρχοντας, Grandee, μεγιστάν
  • единокровный στα ελληνικά - συγγενής, ομομίκτες, ομομικτικό, όμαιμος
Τυχαίες λέξεις
Соединяться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναμιγνύω, θρέφω, ενοποιώ, πλέκω, συνενώνω, ενσωματώνω, ανακατώνω, ζεύω, μίγμα, ζαρώνω, ανακατεύω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί