Созывать στα ελληνικά
Μετάφραση: созывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσκαλώ, τηλεφωνώ, καλώ, συγκαλώ, συναρμολογώ, κλήση, συναθροίζω, συγκαλεί, συγκαλέσει, σύγκληση, συγκαλέσουν, να συγκαλέσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- брас στα ελληνικά - στήριγμα, τιράντες, κηδεμόνα, στηρίγματος, με τιράντες
- возвышенно στα ελληνικά - πολύ, sublimely, ανυπέρβλητα
- гиалиновый στα ελληνικά - υαλώδη, υαλίνης, υαλοειδούς, hyaline, υαλίνη
- демократизировать στα ελληνικά - εκδημοκρατίσουμε, εκδημοκρατίσουν, εκδημοκρατιστεί, τον εκδημοκρατισμό, εκδημοκρατισμό της
Τυχαίες λέξεις
Созывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσκαλώ, τηλεφωνώ, καλώ, συγκαλώ, συναρμολογώ, κλήση, συναθροίζω, συγκαλεί, συγκαλέσει, σύγκληση, συγκαλέσουν, να συγκαλέσει
Μεταφράσεις: προσκαλώ, τηλεφωνώ, καλώ, συγκαλώ, συναρμολογώ, κλήση, συναθροίζω, συγκαλεί, συγκαλέσει, σύγκληση, συγκαλέσουν, να συγκαλέσει