Сократить στα ελληνικά

Μετάφραση: сократить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συρρικνώνομαι, κοπή, ελαττώνω, συντομεύω, συμπυκνώνω, κόβω, μειώνω, κονταίνω, συνοψίζω, μπαίνω, περιορίζω, συστέλλω, κόψιμο, υγροποιώ, περικόπτω, μικραίνω, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν
Сократить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ариозо στα ελληνικά - arioso
  • боров στα ελληνικά - χοίρος, κάπρος, γουρούνι, χοίρου, γουρουνιών, χοίρων, το γουρούνι
  • василисник στα ελληνικά - vasilisnik
  • выкрутасы στα ελληνικά - διακοσμητικά στοιχεία, διακοσμητικά, frills, βολάν, χαμηλού κόστους
Τυχαίες λέξεις
Сократить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συρρικνώνομαι, κοπή, ελαττώνω, συντομεύω, συμπυκνώνω, κόβω, μειώνω, κονταίνω, συνοψίζω, μπαίνω, περιορίζω, συστέλλω, κόψιμο, υγροποιώ, περικόπτω, μικραίνω, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν