Соорудить στα ελληνικά
Μετάφραση: соорудить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτίζω, ανάστημα, μπόι, κατασκευάζω, ορθώνω, κορμοστασιά, οικοδομώ, ανεγείρω, αναστηλώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- акведук στα ελληνικά - οχετός, υδραγωγείο, υδραγωγείου, το υδραγωγείο, του υδραγωγείου
- базироваться στα ελληνικά - είμαι, βρίσκομαι, διανύω, να βασίζεται, να βασίζονται, βασίζεται, βασίζονται, ...
- греховодник στα ελληνικά - αμαρτωλός, αμαρτωλό, αμαρτωλού, αμαρτωλή, αμαρτωλοί
- завод στα ελληνικά - μύλος, αλέθω, φυτεύω, φυτό, εργοστάσιο, φυτών, φυτού, ...
Τυχαίες λέξεις
Соорудить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτίζω, ανάστημα, μπόι, κατασκευάζω, ορθώνω, κορμοστασιά, οικοδομώ, ανεγείρω, αναστηλώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις: χτίζω, ανάστημα, μπόι, κατασκευάζω, ορθώνω, κορμοστασιά, οικοδομώ, ανεγείρω, αναστηλώνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει