Сор στα ελληνικά
Μετάφραση: сор, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορρίμματα, σκουπίδια, γράσο, μουρνταριά, λεκιάζω, λιπαντικό, μαγαρίζω, κηλίδα, απορριμμάτων, στρωμνή, απορριμάτων, στρωμνής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- буек στα ελληνικά - σημαδούρα, σημαντήρα, πλωτήρα, σημαντήρας, Πλωτήρας
- выплатить στα ελληνικά - ρευστοποιώ, εκκαθαρίζω, πληρωμή, απαλλάσσω, πληρώνω, αθωώνω, πληρώσει, ...
- гнуть στα ελληνικά - τόξο, κόμπος, στροφή, σκύβω, λυγίζω, φιόγκος, κάμπτω, ...
- двоебрачие στα ελληνικά - διγαμία, διγαμίας, η διγαμία, τη διγαμία
Τυχαίες λέξεις
Сор στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορρίμματα, σκουπίδια, γράσο, μουρνταριά, λεκιάζω, λιπαντικό, μαγαρίζω, κηλίδα, απορριμμάτων, στρωμνή, απορριμάτων, στρωμνής
Μεταφράσεις: απορρίμματα, σκουπίδια, γράσο, μουρνταριά, λεκιάζω, λιπαντικό, μαγαρίζω, κηλίδα, απορριμμάτων, στρωμνή, απορριμάτων, στρωμνής