Сорвать στα ελληνικά
Μετάφραση: сорвать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαδώ, μαζεύω, κασμάς, κάτω, συλλέγω, πούπουλο, ξήλωμα, ξεσκίζω, σκίζω, ΠΕΕ, rip
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- автоматизирует στα ελληνικά - αυτοματοποιεί, αυτόματων, αυτόματων συσκευών, αυτοματισμοί, Αυτοματοποίηση
- бренчание στα ελληνικά - γρατζούνισμα, Γρατζουνώντας, το γρατζούνισμα, παίξιμο, γρατζουνίσματος
- верить στα ελληνικά - πιστεύω, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, πιστεύουν, πιστεύουμε, πιστέψουν, να πιστέψουν
- дружелюбность στα ελληνικά - φιλία, ερασμιότητα, amiability, φιλοφρονήσεις, φιλοφροσύνη
Τυχαίες λέξεις
Сорвать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαδώ, μαζεύω, κασμάς, κάτω, συλλέγω, πούπουλο, ξήλωμα, ξεσκίζω, σκίζω, ΠΕΕ, rip
Μεταφράσεις: μαδώ, μαζεύω, κασμάς, κάτω, συλλέγω, πούπουλο, ξήλωμα, ξεσκίζω, σκίζω, ΠΕΕ, rip