Сосредотачиваться στα ελληνικά

Μετάφραση: сосредотачиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηδέν, εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης
Сосредотачиваться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бандероль στα ελληνικά - κάλυμμα, ταχυδρομικών δεμάτων, των ταχυδρομικών δεμάτων, ταχυδρομικά δέματα, τα ταχυδρομικά δέματα, δεμάτων για την
  • бункер στα ελληνικά - κάδος, ανθρακαποθήκη, καυσίμων, αποθήκη, καταφύγιο, στη δεξαμενή
  • дело στα ελληνικά - διεκπεραίωση, ερώτηση, αγορά, περιστατικό, δουλεύω, υπόθεση, επάγγελμα, ...
  • дряхлый στα ελληνικά - γεροντικός, υπέργηρος, εξαθλιωμένο, εξαθλιωμένη, ετοιμόρροπη, εξαθλιωμένα
Τυχαίες λέξεις
Сосредотачиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηδέν, εστία, εστίαση, έμφαση, επίκεντρο, εστίασης