Состоятельный στα ελληνικά
Μετάφραση: состоятельный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιόλογος, πλούσιος, στερεός, ουσιαστικός, ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бегом στα ελληνικά - τρεχάλα, σε ίδρυμα οργανωμένο, τρέχοντας
- глазировка στα ελληνικά - ζαχαροαλοιφή, πάγωμα, το πάγωμα, παγώνει, παγώματος
- дезинфекция στα ελληνικά - απολύμανση, απολύμανσης, την απολύμανση, η απολύμανση, της απολύμανσης
- действовать στα ελληνικά - ορμή, προβαίνω, λειτουργώ, κανόνας, εργαλείο, προχωρώ, δεξίωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Состоятельный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιόλογος, πλούσιος, στερεός, ουσιαστικός, ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων
Μεταφράσεις: αξιόλογος, πλούσιος, στερεός, ουσιαστικός, ευκατάστατος, εύπορος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων