Спаивать στα ελληνικά

Μετάφραση: спаивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνενώνω, κολλώ, οξυγονοκολλώ, ενοποιώ, συγκολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων
Спаивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вольера στα ελληνικά - πτηνοτροφείο, κλουβί, ορνιθώνων, μεγάλο κλουβί, πτηνοτροφική μονάδα
  • ворожба στα ελληνικά - μαντοσύνη, μαντεία, μαντική, μαντείας, μαγικά, μαντικής
  • вымерять στα ελληνικά - μετρώ, μέτρο, vymeryat
  • заботиться στα ελληνικά - προβληματισμός, επιμελούμαι, ανησυχώ, παρακολουθώ, ενδιαφέρον, φροντίζω, έννοια, ...
Τυχαίες λέξεις
Спаивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνενώνω, κολλώ, οξυγονοκολλώ, ενοποιώ, συγκολλώ, συγκόλλησης, κολλήσεις, κόλλησης, ύλης συγκολλήσεως, συγκολλητικό υλικό μετάλλων