Спасать στα ελληνικά
Μετάφραση: спасать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξαλαφρώνω, εξαγοράζω, διάσωση, αποκρούω, εκτός, ανακουφίζω, διασώζω, αποταμιεύω, κατευνάζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- агентура στα ελληνικά - μυστικό, μυστικός, απόρρητος, πράκτορες, παράγοντες, μέσα, παραγόντων, ...
- амазонка στα ελληνικά - αμαζόνα, Amazon, Αμαζονίου, του Αμαζονίου, το Amazon
- гуманность στα ελληνικά - ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
- достаток στα ελληνικά - αρμοδιότητα, άφθονος, αφθονία, ίχνος, ευημερία, συρροή, πολλοί, ...
Τυχαίες λέξεις
Спасать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξαλαφρώνω, εξαγοράζω, διάσωση, αποκρούω, εκτός, ανακουφίζω, διασώζω, αποταμιεύω, κατευνάζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Μεταφράσεις: ξαλαφρώνω, εξαγοράζω, διάσωση, αποκρούω, εκτός, ανακουφίζω, διασώζω, αποταμιεύω, κατευνάζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε