Λέξη: στόμιο

Σχετικές λέξεις: στόμιο

στόμιο λάρισας, στόμιο λάρισας καμπινγκ, στόμιο κύμης, στόμιο κίσσαβοσ, στόμιο κονίτσησ, στόμιο λάρισας χαρτης, στόμιο λάρισας ξενοδοχεια, στόμιο κορινθίας, στόμιο λάρισας ενοικιαζομενα, στόμιο λάρισας διαμονή

Συνώνυμα: στόμιο

βύσμα, πώμα, πρίζα, βούλωμα, έμβολο, στόμα, στόμιο αντλίας, υδρορροή, κρουνός, εξέχο στόμιο, ρύγχος, άκρο σωλήνα, προφύσιο, στόμιο σωλήνα, άνοιγμα, εκβολή, εκβολές ποταμού, όργανο

Μεταφράσεις: στόμιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
orifice, mouth, spout, mouthpiece, nozzle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desembocadura, orificio, embocadura, boca, la boca, boca de, vía oral
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ventileingang, düse, mündung, mund, ventilmund, maul, öffnung, drosselblende, kopf, hobelmaul, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
embouchure, débouché, orifice, ouverture, gueule, issue, bouche, trou, parler, dire, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bocca, apertura, imboccatura, abboccatura, orificio, la bocca, foce, della bocca, orale
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
foz, falar, bigode, boca, a boca, da boca
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opening, monding, muil, mond, spreken, bek, praten, de mond
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сопло, рот, насадок, жиклер, отверстие, проход, устье, выход, горловина, уста, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
munn, munning, åpning, munnen, munningen, appetitt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gap, öppning, mun, munnen, klöv, mynningen, mynning
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puhua, kita, suu, haastaa, nielu, aukko, suun, suuhun, suussa, sorkkataudin
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
munding, mund, munden, mundingen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jícen, morda, ústa, tlama, otvor, huba, ústí, ústech, v ústech, úst
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
otwór, japa, buzia, wyjście, usta, dzióbek, paszcza, ujście, wylot, dziobek, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
luk, szájnyílás, bejárat, nyílás, száj, szája, száját, szájban, szájába
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağız, delik, ağzı, ağzını, ağzına
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
боязкий, прохід, тихий, мишачий, гирло, проходе, усті, рот, рота
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gojë, flas, goja, gojën, goja e, gojës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рит, говоря, отверстие, уста, устата, в устата, устните, устата на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рот, казаць, гаварыць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suu, suue, pilu, suhu, suus, suud, suust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ulazu, jelac, ušća, mljackati, usta, ustima, usta su, se usta, usne
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
munni, kjaftur, munnur, munn, í munni, munnurinn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
os
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
burna, nagų, burnos, džiūvimas, burną
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
runāt, mute, mutes, nagu, mutē, muti
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
устата, уста, на устата
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deschidere, gură, gura, gurii, aftoase
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sta, usta, ústa, huba, ust, ustih, parkljevke, parkljevki
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sta, huba, otvor, ústa, pusa, úst

Στατιστικά δημοτικότητας: στόμιο

Τυχαίες λέξεις