Спекулятивный στα ελληνικά

Μετάφραση: спекулятивный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεωρητικός, εικαστικός, υποθετικός, άγριος, κερδοσκοπικός, κερδοσκοπικές, κερδοσκοπικών, κερδοσκοπική
Спекулятивный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • буг στα ελληνικά - μαμούδι, ζουζούνι, έντομο, μικρόβιο, bug, σφαλμάτων, Σφάλμα
  • венский στα ελληνικά - Βιεννέζος, βιενέζικο, βιεννέζικο, βιεννέζικη, βιενέζικη
  • гинея στα ελληνικά - Γουινέα, χοιρίδια, Γουινέας, χοιριδίου, χοιρίδιο
  • двойной στα ελληνικά - σωσίας, δυαδικός, διπλασιάζω, διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, ...
Τυχαίες λέξεις
Спекулятивный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεωρητικός, εικαστικός, υποθετικός, άγριος, κερδοσκοπικός, κερδοσκοπικές, κερδοσκοπικών, κερδοσκοπική