Κερδοσκοπικός στα ρωσικά

Μετάφραση: κερδοσκοπικός, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гипотетический, умозрительный, рискованный, теоретический, спекулятивный, спекулятивной, спекулятивная, спекулятивным, спекулятивные
Κερδοσκοπικός στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπικός

κερδοσκοπικός χαρακτήρας, μη κερδοσκοπικόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμα, κερδοσκοπικόσ οργανισμόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμο, κερδοσκοπικός λεξικό γλώσσας ρωσικά, κερδοσκοπικός στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κερδομανής στα ρωσικά - цепкий, алчный, жадный, ненасытный, скупой, хваткий, kerdomanis
  • κερδοσκοπία στα ρωσικά - умствование, размышление, умозрение, соображение, предположение, спекуляция, теория, ...
  • κερδοσκοπώ στα ρωσικά - раздумывать, обдумывать, спекулировать, размышлять, спекулянт, спекулянтом, разжиться, ...
  • κερδοσκόπος στα ρωσικά - спекулянт, мыслитель, аферист, наблюдатель, барышник, спекулянтом, спекулянта
Τυχαίες λέξεις
Κερδοσκοπικός στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: гипотетический, умозрительный, рискованный, теоретический, спекулятивный, спекулятивной, спекулятивная, спекулятивным, спекулятивные