Спешиться στα ελληνικά
Μετάφραση: спешиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεζεύω, αφαιρώ, κατεβαίνω, αφιπεύω, αφιππεύω, καταβιβάζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аутоинтоксикация στα ελληνικά - autointoxication, το autointoxication
- беззаботный στα ελληνικά - αδιάφορος, ανέμελος, απερίσκεπτος, ξένοιαστος, ξέγνοιαστος, χαρούμενος, οκνός, ...
- вводный στα ελληνικά - εισαγωγικός, εισαγωγικό, εισαγωγική, εισαγωγικές, εισαγωγή, εισαγωγικά
- допрос στα ελληνικά - ανακριτικός, ανάκριση, ερώτημα, ανακρίνω, διεργασία, ερώτηση, εξέταση, ...
Τυχαίες λέξεις
Спешиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεζεύω, αφαιρώ, κατεβαίνω, αφιπεύω, αφιππεύω, καταβιβάζω
Μεταφράσεις: πεζεύω, αφαιρώ, κατεβαίνω, αφιπεύω, αφιππεύω, καταβιβάζω