Спешный στα ελληνικά

Μετάφραση: спешный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσιώδης, επείγων, προστακτική, άμεσος, ζωτικός, φορτικός, αυταρχικός, αλαζονικός, επιτακτικός, δεσποτικός, βιασύνη, βιάζεται, βιασύνη για, βιαστικά, βιάζονται
Спешный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автобиографический στα ελληνικά - αυτοβιογραφικός, αυτοβιογραφικό, αυτοβιογραφικά, αυτοβιογραφική, αυτοβιογραφικές
  • арретир στα ελληνικά - πιάνω, αρπάζω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
  • бесчеловечность στα ελληνικά - απανθρωπία, απανθρωπιά, απανθρωπιάς, την απανθρωπιά, απάνθρωπο
  • вызывает στα ελληνικά - αίτια, αιτίες, αιτίων, αιτιών, προκαλεί
Τυχαίες λέξεις
Спешный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσιώδης, επείγων, προστακτική, άμεσος, ζωτικός, φορτικός, αυταρχικός, αλαζονικός, επιτακτικός, δεσποτικός, βιασύνη, βιάζεται, βιασύνη για, βιαστικά, βιάζονται