Спорхнуть στα ελληνικά
Μετάφραση: спорхнуть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βέλος, μύγα, ξεπετάγομαι, πετώ, πτερυγίζω, sporhnut
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аккумулировать στα ελληνικά - συσσωρεύω, διατηρώ, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
- артикль στα ελληνικά - άρθρο, άρθρου, το άρθρο, του άρθρου, αντικείμενο
- багор στα ελληνικά - γάντζος, πάσσαλος, παλούκι, άγκιστρο, αγκιστρώνω, καμάκι, αγγίστρο, ...
- вогнать στα ελληνικά - οδηγώ, οδηγούν, οδήγηση, οδηγείτε, οδήγησης, οδηγεί
Τυχαίες λέξεις
Спорхнуть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βέλος, μύγα, ξεπετάγομαι, πετώ, πτερυγίζω, sporhnut
Μεταφράσεις: βέλος, μύγα, ξεπετάγομαι, πετώ, πτερυγίζω, sporhnut