Способ στα ελληνικά
Μετάφραση: способ, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σημαίνω, σύστημα, συσκευή, δρόμος, τσιγκούνης, σχεδιάζω, πλευρά, τέχνασμα, αποκαθιστώ, μέσο, φρόνιμος, σοφός, πόροι, μηχάνημα, εννοώ, συνετός, τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, δρόμο, τρόπος για
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- алкалоид στα ελληνικά - αλκαλοειδές, αλκαλοειδούς, αλκαλοειδών, αλκαλοειδή, αλκαλοειδές που
- вымогательство στα ελληνικά - εκβιάζω, ρακέτα, εκβιασμός, εκβιασμού, εκβιασμούς, εκβίαση, του εκβιασμού
- глазирование στα ελληνικά - ζαχαροαλοιφή, πάγωμα, το πάγωμα, παγώνει, παγώματος
- гуманность στα ελληνικά - ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, της ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα
Τυχαίες λέξεις
Способ στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σημαίνω, σύστημα, συσκευή, δρόμος, τσιγκούνης, σχεδιάζω, πλευρά, τέχνασμα, αποκαθιστώ, μέσο, φρόνιμος, σοφός, πόροι, μηχάνημα, εννοώ, συνετός, τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, δρόμο, τρόπος για
Μεταφράσεις: σημαίνω, σύστημα, συσκευή, δρόμος, τσιγκούνης, σχεδιάζω, πλευρά, τέχνασμα, αποκαθιστώ, μέσο, φρόνιμος, σοφός, πόροι, μηχάνημα, εννοώ, συνετός, τρόπος, τρόπο, τον τρόπο, δρόμο, τρόπος για