Справляться στα ελληνικά

Μετάφραση: справляться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανατρέχω, εξαναγκάζω, κάνω, συμβουλεύομαι, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, αναφέρομαι, εφευρίσκω, κατασκευάζω, καταφέρνω, παραπέμπω, φτιάχνω, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν
Справляться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бегом στα ελληνικά - τρεχάλα, σε ίδρυμα οργανωμένο, τρέχοντας
  • безлунный στα ελληνικά - ασέληνος, χωρίς φεγγάρι, αφέγγαρη, ασέληνη, moonless
  • вталкивать στα ελληνικά - σπρώξιμο, σπρώχνω, ωθείται, πιέζεται, σπρώχνεται, ωθείται προς, ωθείται προς τα
  • гиростат στα ελληνικά - gyrostat
Τυχαίες λέξεις
Справляться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανατρέχω, εξαναγκάζω, κάνω, συμβουλεύομαι, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, αναφέρομαι, εφευρίσκω, κατασκευάζω, καταφέρνω, παραπέμπω, φτιάχνω, αντεπεξέλθει, αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσει, να αντιμετωπίσουν