Спрыскивать στα ελληνικά

Μετάφραση: спрыскивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πασπάλισμα, ραντίζω, πασπαλίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε
Спрыскивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автор στα ελληνικά - συγγραφέας, δημιουργός, βωμός, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
  • аранжировщик στα ελληνικά - διευθετών, ενορχηστρωτής, arranger, οργανωτή έκδοσης, ενορχηστρωτή
  • голограмма στα ελληνικά - ολόγραμμα, ολογράμματος, το ολόγραμμα, ολογραμμάτων, του ολογράμματος
  • длинноногий στα ελληνικά - μακροπόδαρος, leggy, μεγαλώσει το, ψηλά και λεπτά, άνισα
Τυχαίες λέξεις
Спрыскивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πασπάλισμα, ραντίζω, πασπαλίζω, ψιχαλίζω, καταβρέχω, πασπαλίζουμε, ψεκάστε