Спутник στα ελληνικά
Μετάφραση: спутник, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνάδελφος, άντρας, φωτερό, εξοικειωμένος, φεγγάρι, συσχετίζω, σύντροφος, δορυφόρος, συνέταιρος, τύπος, δορυφορική, δορυφορικά, δορυφορικής, δορυφόρου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- высокий στα ελληνικά - οξυδερκής, βαρύς, οξύς, πανύψηλος, αλύγιστος, έντονος, άκαμπτος, ...
- добывающий στα ελληνικά - εξορυκτικής, εξορυκτικών, εξορυκτικές, εξορυκτική, της εξορυκτικής
- дутье στα ελληνικά - έκρηξη, φύσημα, βλαστική, blast, ωστικό κύμα
- жнейка στα ελληνικά - θεριστής, αναφαινόμενος, κόφτη, περικοπής, αγρολήπτη
Τυχαίες λέξεις
Спутник στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνάδελφος, άντρας, φωτερό, εξοικειωμένος, φεγγάρι, συσχετίζω, σύντροφος, δορυφόρος, συνέταιρος, τύπος, δορυφορική, δορυφορικά, δορυφορικής, δορυφόρου
Μεταφράσεις: συνάδελφος, άντρας, φωτερό, εξοικειωμένος, φεγγάρι, συσχετίζω, σύντροφος, δορυφόρος, συνέταιρος, τύπος, δορυφορική, δορυφορικά, δορυφορικής, δορυφόρου