Сращивать στα ελληνικά
Μετάφραση: сращивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρέφω, κατατάσσομαι, ενώνω, πλέκω, ζαρώνω, συνδέω, αναπαράγω, γεννοβολώ, ράτσα, συνενώνω, σύνδεση, ματίσματος, συναρμογής, ματίσεως, συρραφής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вираж στα ελληνικά - καμπύλη, στρίβω, στροφή, καμπυλώνω, σειρά, γέρνω, καμπυλώνεται, ...
- делёж στα ελληνικά - διχασμός, μεραρχία, διαίρεση, delёzh
- желательный στα ελληνικά - άξιος, κατάλληλος, επιθυμητός, συνετό, συνετός, εκλέξιμος, εκλόγιμος, ...
- желудочек στα ελληνικά - κοιλία, κοιλίας
Τυχαίες λέξεις
Сращивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρέφω, κατατάσσομαι, ενώνω, πλέκω, ζαρώνω, συνδέω, αναπαράγω, γεννοβολώ, ράτσα, συνενώνω, σύνδεση, ματίσματος, συναρμογής, ματίσεως, συρραφής
Μεταφράσεις: θρέφω, κατατάσσομαι, ενώνω, πλέκω, ζαρώνω, συνδέω, αναπαράγω, γεννοβολώ, ράτσα, συνενώνω, σύνδεση, ματίσματος, συναρμογής, ματίσεως, συρραφής