Ссужать στα ελληνικά
Μετάφραση: ссужать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δάνειο, δανεισμός, δανείζομαι, δανείζω, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Μεταφράσεις
- дискомфорт στα ελληνικά - δυσφορία, ταλαιπωρία, ενόχληση, δυσφορίας, ενοχλήσεις
- долгий στα ελληνικά - μεγάλος, μακρύς, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
- егерь στα ελληνικά - κυνηγός, Huntsman, την Huntsman, Χάντσμαν
- завиваться στα ελληνικά - ξεροτηγανίζω, μπούκλα, κατσαρώνω, σγουραίνω, καβουρντίζω, κατσαρώματος, κατσάρωμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Ссужать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δάνειο, δανεισμός, δανείζομαι, δανείζω, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Μεταφράσεις: δάνειο, δανεισμός, δανείζομαι, δανείζω, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται