Стаскивать στα ελληνικά
Μετάφραση: стаскивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τράβηγμα, τραβώ, σέρνω, τραβήξτε, τραβήξει, τραβήξει μακριά, τραβήξει από, να τραβήξει από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аэронавигация στα ελληνικά - ναυτιλία, πλοήγηση, πλοήγησης, ναυσιπλοΐας, ναυσιπλοΐα, την πλοήγηση
- бессмертник στα ελληνικά - αιώνιος, αιώνια, αιώνιο, την αιώνια, αιώνιας
- взмыть στα ελληνικά - ρουκέτα, πύραυλος, ρόκα, ύψη, ανεβαίνουν, πετάξει στα ύψη, πετούν στα ύψη, ...
- выровняться στα ελληνικά - φόρεμα, ντύνομαι, ντύνω, αναπτύσσω, σωστός, δεξιός, αναπτύσσομαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Стаскивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τράβηγμα, τραβώ, σέρνω, τραβήξτε, τραβήξει, τραβήξει μακριά, τραβήξει από, να τραβήξει από
Μεταφράσεις: τράβηγμα, τραβώ, σέρνω, τραβήξτε, τραβήξει, τραβήξει μακριά, τραβήξει από, να τραβήξει από