Стерильный στα ελληνικά
Μετάφραση: стерильный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγονος, στείρος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вонь στα ελληνικά - βρόμα, δυσωδία, βρομιά, βρομώ, βρώμα, μπόχα, δυσοσμία, ...
- депеша στα ελληνικά - άγγελμα, μήνυμα, αποστολής, αποστολή, την αποστολή, της αποστολής
- дисциплинирующий στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
- единственный στα ελληνικά - γλώσσα, αποκλειστικός, απόκοσμος, ιδιόμορφος, ανύπαντρος, πέλμα, αποκλειστικότητα, ...
Τυχαίες λέξεις
Стерильный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγονος, στείρος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα
Μεταφράσεις: άγονος, στείρος, αποστειρωμένο, στείρο, στείρα, αποστειρωμένα